- Μουνυχίασι
- Μουνῠχί-ᾱσι, Adv.A at Munychia, Th.8.92, Lys. 13.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μουνυχίασι(ν) — (Α) επίρρ. στη Μουνυχία («ἡ ἐκκλησία μουνιχίασιν ἐν τῷ θεάτρῳ ἐγίγνετο», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Μουνυχία με σημ. τοπικού επιρρήματος (πρβλ. Ολυμπίασι)] … Dictionary of Greek
Μουνυχίασι — Μουνυχίᾱσι , Μουνυχίασι at Munychia indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπίασι — ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α) επίρ. στην Ολυμπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)] … Dictionary of Greek
Πλαταιάσι — ή Πλαταιᾱσιν Α επίρρ. τοπ. στις Πλαταιές. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Πλαταιαί με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. Μουνυχίασι, Ολυμπίασι)] … Dictionary of Greek
Μουνυχίασιν — Μουνυχίᾱσιν , Μουνυχίασι at Munychia nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)